συνταξιούχος

συνταξιούχος
pensionnaire

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • συνταξιούχος — α, ο, θηλ. και συνταξιούχος, Ν αυτός που παίρνει σύνταξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνταξη + ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • αριστούχος — ο (θηλ. και χα) αυτός που πήρε τον βαθμό άριστα σε εξετάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + ούχος (β συνθετικό επιθέτων που σημαίνουν τον κάτοχο) < έχω πρβλ. αδειούχος, προνομιούχος, πτυχιούχος, συνταξιούχος κ.ά. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην… …   Dictionary of Greek

  • βαθμούχος — ο ο βαθμοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + (β συνθετικό) ούχος < έχω (πρβλ. αξιωματούχος, δικαιούχος, πτυχιούχος, συνταξιούχος κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στο Ημερολόγιον Ανατολής] …   Dictionary of Greek

  • καλαφάτης — I Προσωνυμία του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μιχαήλ E’ (1041 42). Βλ. λ. Μιχαήλ. Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. II Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Πλοιοκτήτης και πλοίαρχος. Καταγόταν από τα Ψαρά και ήταν γιος πρόκριτου του νησιού. Πήρε… …   Dictionary of Greek

  • Θέμελης, Γεώργιος — (Σάμος 1910 – 1976). Ποιητής και δοκιμιογράφος. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δίδαξε σε πολλά γυμνάσια έως το 1950, οπότε αποχώρησε ως συνταξιούχος. Συνέχισε να διδάσκει στην ιδιωτική εκπαίδευση, εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη,… …   Dictionary of Greek

  • Νερνστ, Βάλτερ Χέρμαν — (Walther Hermann Nernst, Μπρίζεν Πρωσίας 1864 – Βερολίνο 1941). Γερμανός χημικός και φυσικός. Σπούδασε στα πανεπιστήμια της Ζυρίχης, του Γκρατς και του Βίρτσμπουργκ, διετέλεσε επιμελητής φυσικοχημείας στη Λειψία, εργάστηκε αργότερα στο… …   Dictionary of Greek

  • Σταντάλ — (Stendhal, ψευδώνυμο του Henri Beyle). Γάλλος συγγραφέας (Γκρενόμπλ 1783 Παρίσι 1842). Μετά τις γυμνασιακές σπουδές του στην Γκρενόμπλ, πήγε στο Παρίσι όπου έγινε υπάλληλος στο υπουργείο Στρατιωτικών. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Ιταλίας του… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • (α)παρατώ — άτησα, ατημένος αφήνω, ελευθερώνω: Παράτησε το κοπάδι και πήγε στη θάλασσα. – Παράτα με ήσυχο! παρατώ παράτησα, παρατήθηκα, παρατημένος 1. αφήνω, εγκαταλείπω: Παράτησε το σπίτι της κι έφυγε. 2. μέσ., φεύγω, απομακρύνομαι, αποχωρώ από τη δουλειά… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”